- σχηματοποιΐα
- ἡ, ΜΑ [σχηματοποιῶ]μσν.σχηματική απεικόνιση αντικειμένουαρχ.1. (για αστερισμούς) σύμπλεγμα αστέρων2. (για συγγράμματα) επιτήδευση3. οι κινήσεις ενός παντομίμου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σχηματοποιία — σχηματοποιίᾱ , σχηματοποιία configuration fem nom/voc/acc dual σχηματοποιίᾱ , σχηματοποιία configuration fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχηματοποιίᾳ — σχηματοποιίᾱͅ , σχηματοποιία configuration fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχηματοποιίας — σχηματοποιίᾱς , σχηματοποιία configuration fem acc pl σχηματοποιίᾱς , σχηματοποιία configuration fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχηματοποιίαι — σχηματοποιίᾱͅ , σχηματοποιία configuration fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχηματοποιίαν — σχηματοποιίᾱν , σχηματοποιία configuration fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)